Γιαγιάδες

ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ματιά δεν μοιάζουν με τίποτα από όσα ξέρει μια Αμερικανίδα—οι ηλικιωμένες γυναίκες στην Ελλάδα με τα μαύρα τους ρούχα. Σκυμμένες, περπατώντας με δυσκολία, χωρίς δόντια αλλά χαμογελώντας, με χαιρετούν θερμά και συνεχίζουν στον δρόμο τους. Στην αρχή, όταν ήρθα εδώ, δεν μπορούσα καν να καταλαβαίνω αυτό που έλεγαν γιατί δεν ήξερα ελληνικά. Αλλά πάντα αναρωτιόμουν τι σκεφτόταν, ποιες εμπειρίες και ποιες ιστορίες κράταγαν κρυμμένες κάτω από τα μαύρα ρούχα, και τι θα έλεγαν για μένα. Υπήρχε μια διάσταση ανάμεσά μας, και εγώ την γέμιζα με την φαντασία μου.

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ που σήμερα είναι ενενήντα χρονών θα ήταν οκτώ όταν άρχισε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, και ένδεκα όταν έγινε η ρωσική επανάσταση. Θα ήταν είκοσι τέσσερα όταν ήρθε η παγκόσμια οικονομική κρίση και στα τριάντα της χρόνια θα είχε βιώσει τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Θα έχει εμπειρίες από τα χρόνια του εμφύλιου, της δικτατορίας, και τόσα άλλα πράγματα. Πόσες ιστορίες θα μπορούσε να πει. Πράγματι, έχει βιώσει όλο τον περασμένο αιώνα, ένας αιώνας γεμάτος βία και αλλαγές πολιτικές, κοινωνικές, και οικονομικές.
ΟΙ ΙΣΤΟΡΊΕΣ που ακούω όμως, δεν έχουν σχέση με την ιστορία που έμαθα από τα βιβλία στο σχολείο. Έχουν σχέση με τις οικογένειες τους, και με συγκεκριμένους ανθρώπους που είναι οι συγγενείς τους. Ο ένας πέτυχε, ο άλλος πέθανε. Αυτός μετανάστευε, αυτή παντρεύτηκε, και αυτός ο άλλος δεν παντρεύτηκε ποτέ. Είναι αιώνιες ιστορίες.
ΊΣΩΣ Η ιστορία που διαβάζουμε στα σχολικά βιβλία, δεν είναι πολύ σημαντική για αυτές. Στο τέλος της ζωή τους, θέλουν να θυμούνται αυτούς τους ανθρώπους που είχαν την περισσότερη επίδραση στις δικές τους ζωές—οι άνθρωποι των οικογενειών τους. Τα άλλα, τα σημαντικά γεγονότα, πέρασαν δίπλα τους ή πάνω από το κεφάλι τους, πέρασαν και δεν τις άλλαξαν πολύ. Και η κοινωνία παραμένει η ίδια, σαν μια λίμνη που κρατάει το σχήμα της, άσχετα από τις βροχές, τις καταιγίδες, και τις όμορφες ημέρες που περνάνε από πάνω της.
Ή, ΙΣΩΣ έχουν κάτι να κρύψουν. Εάν μια ιστορία εμπλέκει κάποιον γνωστό που ζει στην περιοχή σου, ή κάποιον που έχει συγγενείς που ζουν στην περιοχή σου, τότε θα διστάζεις να πεις αυτήν την ιστορία σε κάποιον. Οι άνθρωποι γίνονται συνετοί και λιγομίλητοι. Οι ιστορίες είναι για τον εαυτό τους και για τις οικογένειές τους. Δεν είναι για ξένους. Αυτή η σκέψη μου δίνει μια αίσθηση απογοήτευσης αλλά και απεριόριστη περιέργεια. Είναι αδύνατον να καταλαβαίνεις τους ανθρώπους μιας περιοχής.
Ο ΠΕΡΑΣΜΈΝΟΣ αιώνας, άπληστος για γρήγορη κίνηση, ελευθερία, άνεση, ευκολία, βία και σεξ, έχει αλλάξει σχεδόν τα πάντα στις ζωές μας. Μας έχει κάνει γρήγορους και εύκολους σαν τις μηχανές. Όμως, υπάρχουν ακόμη κάποιοι άνθρωποι που δεν άλλαξαν καθόλου. Και αυτοί δεν μιλάνε πολύ. Όταν όλοι αυτοί θα έχουν φύγει, πως θα θυμηθούμε τον εαυτό μας?


© Μαργαρίτα Γουέσσελινγκ, 8-1-7