Κήποι

ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΠΙΣΩ από το σπίτι—μυστικοί, αποκλεισμένοι από τον εξωτερικό κόσμο και περιποιημένοι με πολύ φροντίδα. Είναι μέρη όπου μας αρέσει να πηγαίνουμε, μέρη που η δουλειά που κάνουμε είναι ευχάριστη. Κάποιοι άνθρωποι φτιάχνουν κήπους.

ΕΙΝΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ μάλιστα που κάνουν και άλλη δουλειά. Μαγειρεύουν, τακτοποιούν το σπίτι, φροντίζουν τα παιδιά, δουλεύουν για λεφτά. Η δουλειά που κάνουν στους κήπους όμως είναι αλλιώς από την άλλη δουλειά. Εκεί δουλεύουν για την άνεση, για να φτιάχνουν κάτι ωραία, και για να έχουν μια άμεση επαφή με τον κόσμο. Δηλαδή, αγγίζοντας το χώμα και τα φυτά, αγγίζεις την ζωή άλλων όντων που είναι διαφορετικά από μας. Αυτά τα μέρη ξεχειλίζουν με ενέργεια και ομορφιά. Μια φορά, μέσα στο Ιούλιο, έμπαινα μέσα στο σπίτι μιας γυναίκας, και μου έδωσε ένα μπουκέτο με άσπρα, ροζ, πορτοκαλί, και κόκκινα λουλούδια. Ήταν χρώματα που κανονικά, δεν ταιριάζουν. Αλλά αυτό το μπουκέτο είχε τόσο πολύ ενέργεια--ήταν σαν να μου έδωσε όλη την ζέστη του καλοκαιριού μέσα στα χέρια μου.
ΚΑΙ ΜΟΥ άρεσε να μετράω τα φυτά στον κήπο της. Είχε λεμονιά, πορτοκαλιά, σταφύλια και μουσμουλιά για τα φρούτα τους, και καρυδιά και αμυγδαλιά για τους καρπούς τους. Είχε και φοίνικα που, εάν και τα φρούτα του δεν ωρίμαζαν λόγο του κρύου χειμώνα, έδινε ενδιαφέρον όψη στο κήπο. Είχε ρίγανη, θυμάρι, δυόσμος, και μαϊντανός για να μαγειρεύει καλά. Είχε παράξενα φυτά εισαγόμενα από άλλες χώρες, που είχε φυτέψει εκεί για να βλέπει πως μεγαλώνουν. Και είχε πάρα πολλά λουλούδια, που άνθιζαν σε κάθε εποχή. Έγινε ένα είδος παράδεισου.
ΜΙΑ ΦΟΡΑ γνώρισα έναν άνθρωπο που θεωρούσε απαραίτητο όλο το πείσμα και το άδειο τρέξιμο της κοινωνίας μας. Ήταν αδύνατος σαν βέργα και είχε κρύα τα μάτια, αλλά χαμογέλασε. «Και χωρίς να πληρώνεται, ποιος θα δούλευε? Ποιος θα δούλευε?» ρώτησε. «Καλά,» σκέφτηκα. «Νομίζεις ότι έχεις δίκιο, αλλά εσύ λιμοκτονείς από μέσα». Και είναι προφανές ότι ο καθένας θα δούλευε—για κάτι που αγαπάει.
ΊΣΩΣ ΘΑ ρωτήσεις, αφού αυτά τα μέρη είναι τόσο όμορφα και τόσο απολαυστικά, γιατί σχεδόν πάντα περικυκλώνονται από ψηλούς τοίχους, ώστε να μην μπορεί κανείς να τα δει από έξω? Και η απάντηση είναι έκδηλη. Περικυκλώνονται και κρύβονται, γιατί παλιότερα υπήρξαν καταστροφές στις ζωές αυτών των ανθρώπων που τα φτιάχνουν, και δεν θέλουν να καταστραφούν και αυτά τα μέρη. Δεν εμπιστεύονται τους άλλους ανθρώπους, δηλαδή. Οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν, παίρνουν για τον εαυτό τους και καταστρέφουν χωρίς λόγο, πρέπει να αποφεύγεις και να κρύβεσαι από τους άλλους ανθρώπους. Και παρόλο αυτό το φόβο, μερικοί χρησιμοποιούν την φαντασία και την δουλειά τους για να δημιουργούν κάτι πολύ όμορφο.
ΌΤΑΝ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ τους κήπους, νιώθω ταυτόχρονα χαρούμενη και λυπημένη. Χαίρομαι ότι υπάρχουν. Αλλά το βρίσκω θλιβερό ότι το αποτέλεσμα από τόσο πολύ εργασία, δημιουργικότητα, και αγάπη πρέπει να κρυφτεί. Γιατί λοιπόν να μην το μοιράζουμε με τους άλλους? Είναι ένα θλιβερό γεγονός ότι πάντα κρύβουμε τα πιο ωραία πράγματα που έχουμε.
ΕΑΝ ΘΕΛΕΙΣ να δεις την ψυχή του λαού, την αγάπη του και την ελπίδα του, μην κοιτάς στις εκκλησίες, ούτε στα μεγάλα καλλιτεχνικά έργα των περασμένων γενιών. Πήγαινε να δεις τους κήπους.


© Μαργαρίτα Γουέσσελινγκ, 26-11-6