Στυλ

Τα ρούχα της ήταν πάνω-κάτω εντάξει. Ήταν καθαρά και της πηγαίνανε. Καλά, το παντελόνι ήταν λίγο φαρδύ και το ένα παπούτσι είχε μια μικρή τρύπα, αλλά η τρύπα ήτανε στο μετατάρσιο, όπου δεν κοιτάει κανείς. Κανείς δεν θα ήξερε, από την πρώτη ματιά, ότι είχε αγοράσει όλο το κοστούμι σ' ένα μαγαζί για ρούχα δεύτερης χρήσης. Και είναι δύσκολο να πλύνεις μακριά μαλλιά σε νεροχύτη, αλλά και αυτό το κατάφερε κάθε πρωί.

Ζούσε σε μια μεγάλη εγκαταλειμμένη αποθήκη μαζί με δέκα άλλους εφήβους που είχανε όλοι φύγει από τα σπίτια τους, και αυτοί έκαναν πάρτυ κάθε νύχτα. Δεν υπήρχε ούτε στιγμή στην νύχτα όταν όλοι κοιμόνταν, ούτε στιγμή στην ημέρα όταν όλοι ήταν ξύπνια. Υπήρχε συνέχεια θόρυβος και κίνηση γύρο της, γι' αυτό κοιμόταν μόνο για μικρά χρονοδιαστήματα. Η κούραση και το συνεχές μπέρδεμα αυτής της ζωής έκανε δύσκολο το να ψάχνει για δουλειά. Αλλά έπρεπε να βρει δουλειά, γιατί δεν της άρεσε η ζωή στο δρόμο. Τα άλλα κορίτσια της είχανε δώσει μια λύση γι' αυτό. Της είχανε πει για αυτούς τους συγκεκριμένους άντρες με τους οποίους μπορούσες να περάσεις μια νύχτα, να κοιμάσαι καλά και να είσαι φρέσκα το πρωί. "Survival sex" το ονομάζανε, «έρωτα της επιβίωσης.» Αλλά κάτι μέσα της δεν ήθελε να το κάνει αυτό, και αρνήθηκε. Ήθελε μόνο μια κανονική δουλειά σε μαγαζί πουλώντας ρούχα όπως ήξερε, και να νοικιάζει ένα δωμάτιο για να μείνει. Γιατί, αποκλείεται να πάει πίσω στο μαγαζί της μάνας της με τον καινούργιο εραστής της, που την ζήτησε να . . . έπρεπε να βρει μια δουλειά εδώ. Συγκέντρωσε όλη την ενέργεια της σε αυτό το σκοπό. Έψαχνε για εβδομάδες για τα καλύτερα ρούχα που μπόρεσε να αγοράσει. Δεν πήγε έξω για να μην λερωθεί. Προστάτευε τα πράγματά της με μάτια δεκατέσσερα.
Και βρήκε μια δουλειά. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού είπε ότι του άρεσε το "look" της και εντυπωσιάστηκε με την εμπειρία που είχε. Άρχισε την δουλειά μια Δευτέρα πρωί, περιμένοντας με χαρά την πληρωμή της Παρασκευής. Αλλά στάθηκε σοκαρισμένη όταν είδε τους πρώτους πελάτες, μια ομάδα έφηβοι της ίδιας ηλικίας σαν την δική της, να μπαίνουν μέσα στην πόρτα. Τα ρούχα τους ήταν χειρότερα από τα δικά της! Ξεθωριασμένα, λερά, τρύπες παντού! Με την δεύτερη ματιά όμως είδε ότι όλες αυτές οι τρύπες ήταν πλαστές. Τα ρούχα ήτανε φτιαγμένα έτσι, με μηχανή. Οι λακέδες σχεδιασμένοι από μελάνι. Αυτά ήτανε πανάκριβα ρούχα. Γι' αυτό άρεσε στον ιδιοκτήτη το "look" της. Η μαγαζί ήτανε κοντά σε πλούσια γειτονιά και η εμφάνιση των παιδιών του δρόμου ήτανε της μόδας.
Δύσκολα περιγράφεται η κρύα περιφρόνηση που ένιωσε τότε. «Έχουν πάρει την αγωνία μου,» σκέφτηκε. «Έχουν πάρει την κούραση και την ντροπή και τα έχουν κάνει παιχνίδι. Και δεν τους νοιάζει εάν το αγοράζουν ακριβά. Είναι διασκέδαση γι' αυτούς, να φαίνονται φτωχοί.»
Μετά από αυτήν την στιγμή, το κορίτσι άλλαξε. Δεν πήρε ξανά τα πράγματα τόσο σοβαρά. Γιατί ο σεβασμός και η αξιοπρέπεια για τα οποία είχε δουλέψει, και που νόμιζε ότι τα είχε κερδίσει, δεν υπήρχαν. Αυτό που ήταν ο σκοπός της ζωής για αυτήν, έγινε παιχνίδι για τους άλλους. Μετά από αυτό, ήτανε έτοιμη για κάθε ανταλλαγή.


© Μαργκαρίτα Γουέσσελινγκ, 26-1-6